- ῥυπαρόν
- ῥυπαρόςfilthymasc acc sgῥυπαρόςfilthyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλαρόν — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «χλαρόν κόχλαξ» β) «χλαρόν ῥυπαρόν, λεπτόν, τρυχαλέον, ὠχρόν» γ) «χλαρόν ἐλαιηρὸς κώθων» δ) στον πληθ. «χλαρά ψαιστὰ ἐν ἐλαίῷ» 2. (κατά τον Πίνδ. ως επίρρ.) νεανικά, ακμαία ή, κατ άλλους, με χαρά, εύθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
BDELLIUM — Graece Βδέλλιον, diminutiv. a Βδέλλα, quomodo aliquot locis Auctori Pertpli vocatur; Bedella, Marcello Empirico, crocon atque bedellam: apud Plantum in antiquis libris Bedellium, Salmasio est ex Hebraeo Bedolach, quae vox occurrit Numer. c. 11. v … Hofmann J. Lexicon universale
οισύπειον — οἰσύπειον (Α) [οισύπη] (κατά τον Ησύχ.) «ἔριον ῥυπαρὸν προβάτων» … Dictionary of Greek
ρυπαρός — ή, ό / ῥυπαρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῑται», Διον. Αλ.) αρχ. 1. αγενής, αγροίκος 2 … Dictionary of Greek
σύβρα — ἡ, Α [σύβρος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ βοῶν, σημαίνει δὲ τὰ πρὸς ῥυπαρόν τι ἐχούσας» … Dictionary of Greek